Σαιν - Σανς, Καμίγ — (Saint Saens). Γάλλο συνθέτης (Παρίσι 1835 1921). Ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με τη μουσική και σε ηλικία πέντε ετών παρουσιάστηκε στο κοινό ως πιανίστας και επτά ετών ως συνθέτης. Σπούδασε εξαιρετική επιτυχία στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού και το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κουστού — (Coustou). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων γλυπτών. 1. Γκιγιόμ Α’ (Guillaume, Λιόν 1677 – Παρίσι 1746). Παρακολούθησε μαθήματα στη Ρώμη κοντά στον Πιερ Β’ Λεγκρό από το 1697 έως το 1700. Τιμήθηκε με το βραβείο της πόλης και το 1704 έγινε μέλος της… … Dictionary of Greek
Φορέ, Γκαμπριέλ — (Fauré, Παμιέ, Αριέζ 1845 – Παρίσι 1924). Γάλλος συνθέτης. Αφού σπούδασε στο Παρίσι στη σχολή του Σεν Σανς, φανέρωσε αρχικά την κλίση του προς το εκκλησιαστικό όργανο, πρώτα στη Ρεν και κατόπιν στο Παρίσι, όπου έγινε καθηγητής της σύνθεσης με… … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιόν — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ξυλόφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek
φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… … Dictionary of Greek